ογκωτικός

ογκωτικός
-ή, -ό (Α ὀγκωτικός, -ή, -όν) [ογκωτός]
νεοελλ.
1. αυτός που οφείλεται στον όγκο
2. φρ. «ογκωτική πίεση»
βιολ. η πίεση που ασκείται από τις πρωτεΐνες τού πλάσματος τού αίματος στα τοιχώματα τών τριχοειδών αγγείων
αρχ.
πιθ. αυτός που ενισχύει τον όγκο, που παρέχει εξόγκωση, ο ενισχυτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”